υδροηλεκτρισμός

υδροηλεκτρισμός
ο, Ν
ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από την εκμετάλλευση τής δύναμης τών υδατοπτώσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydroelectricity (< υδρ[ο]-* + ηλεκτρισμός*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υδροηλεκτρισμός — ο ηλεκτρική ενέργεια που παράγουν μηχανήματα που κινούνται με τη ροή του νερού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”